μονόφυλλος

μονόφυλλος
-η, -ο (ΑΜ μονόφυλλος, -ον)
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο
νεοελλ.-μσν.
(για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο ή είναι κατασκευασμένος με ένα μόνο φύλλο (α. «μονόφυλλο έντυπο» β. «μονόφυλλη θύρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόφυλλα
φάκελοι, ταχυδρομικά δελτάρια, ταινίες κ.λπ. που έχουν έντυπο γραμματόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + φύλλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονόφυλλος — one leaved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόφυλλος — η, ο 1. για φυτό που έχει ένα φύλλο, μονοσέπαλο. 2. φρ., «μονόφυλλη πόρτα», μονοκόμματη· «μονόφυλλο παράθυρο», μονοκόμματο, όχι διπλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονόφυλλα — μονόφυλλος one leaved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • monofilo — (Del gr. monos, uno + phyllon, hoja.) ► adjetivo BOTÁNICA Se aplica a los órganos de las plantas que tienen una sola hoja o varias, soldadas entre sí. * * * monófilo (del gr. «monóphyllos») adj. Bot. Se aplica a los órganos vegetales que tienen… …   Enciclopedia Universal

  • δισέλιδος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, εκτείνεται σε δύο σελίδες («δισέλιδο άρθρο») 2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, μονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σελίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γρηγόριο Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • monofilo — monofilo, la (Del gr. μονόφυλλος). adj. Bot. Dicho de un órgano de una planta: Que consta de una sola hojuela o de varias soldadas entre sí …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”